πρωτόπτερος

πρωτόπτερος
ο, Ν
ζωολ. γένος δίπνοων ιχθύων τής τροπικής Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protopterus (< πρωτ[ο]-* + πτερό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπτεροι — Δίπνευστα ψάρια της οικογένειας των λεπιδοσειρηνιδών. Τα λίγα είδη π. ζουν στην τροπική Αφρική· ένα από τα γνωστότερα είναι ο π. ο αιθιοπικός, αρκετά κοινός στις περιοχές που περιλαμβάνονται μεταξύ του νότιου Σουδάν και της Nοτιοαφρικανικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”